- χρυσοχίτων
- -ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ1. αυτός που φορεί χρυσό χιτώνα («Λυδοὶ χρυσοχίτωνες», Πίνδ.)2. μτφ. αυτός που έχει επιφάνεια η οποία χρυσίζει (α. «πέρκην... χρυσοχίτων' ἐλάην», Φίλιππ. Θεσσ.β. «χρυσοχίτων αἴθουσα», Παύλ. Σιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. σιδηρο-χίτων].
Dictionary of Greek. 2013.